- προμύσσω
- και αττ. τ. προμύττω Α1. καθαρίζω, κόβω το φιτίλι τού λυχναριού («λύχνον ἑαυτὸν προμύσσοντα» — λυχνάρι τού οποίου το φιτίλι αυτοκαθαρίζεται με εκτίναξη, Ήρων)2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον με κάθε τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μύσσω «βγάζω τη μύξα»].
Dictionary of Greek. 2013.