προμύσσω

προμύσσω
και αττ. τ. προμύττω Α
1. καθαρίζω, κόβω το φιτίλι τού λυχναριού («λύχνον ἑαυτὸν προμύσσοντα» — λυχνάρι τού οποίου το φιτίλι αυτοκαθαρίζεται με εκτίναξη, Ήρων)
2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μύσσω «βγάζω τη μύξα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προμύξαι — προμύσσω snuff aor inf act προμύξαῑ , προμύσσω snuff aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμύσσει — προμύσσω snuff pres ind mp 2nd sg προμύσσω snuff pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμύττουσιν — προμύσσω snuff pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προμύσσω snuff pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμύσσειν — προμύσσω snuff pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόμυξον — προμύσσω snuff aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”